Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Γιάννης Καρναβάς: «Είμαι περήφανος για το μεγαλείο του πατέρα μου»

 Συνέντευξη στον Θανάση Μπίκα
Ο Τάκης Καρναβάς ήταν, είναι και θα είναι ένα φαινόμενο. Ο θρύλος του δημοτικού τραγουδιού. Η μουσική παρακαταθήκη, ο αυθεντικός χαρακτήρας, η δαιδαλώδης ζωή του και η λατρεία του κόσμου συνθέτουν το προτραίτο της ζωής του αξεπέραστου Τάκη Καρναβά.

Ένα όνομα συνυφασμένο με το Ξηρόμερο. Ο πρεσβευτής της Αιτωλοακαρνανίας σε όλο τον κόσμο. «Να ζήσει το Ξηρόμερο» βροντοφώναζε περήφανα και από κάτω οι θαμώνες απομνημόνευεαν τον ευλογημένο τόπο που τους χάρισε αυτή τη θεϊκή φωνή που τους άγγιζε στη καρδιά.
Το iAitoloakarnania.gr θέλοντας να προσεγγίσει την ζωή του «μπαρμπά-Τάκη», όπως τον αποκαλούσαν με σεβασμό γνωστοί και άγνωστοι, πήρε συνέντευξη στον γιο του, Γιάννη Καρναβά, προκειμένου να έρθουν στο φως ανείπωτες ιστορίες και όμορφες αναμνήσεις από την οδύσσειά του.
Μπαίνοντας στο μαγαζί του Γιάννη Καρναβά στη Νίκαια, θα αντικρίσετε παντού αφίσες, βραβεία και φωτογραφίες με τον Τάκη Καρναβά. Λίγο πιο πέρα, στα ράφια τα άλμπουμ με γνωστές επιτυχίες και σπάνια κομμάτια, τα οποία μάλιστα σιγοπαίζουν στον υπολογιστή του γραφείου, μνημονεύοντας έτσι καθημερινά τον πατέρα του μέσα από τα τραγούδια του.
Είναι μεσημέρι και στη Πέτρου Ράλλη τα αυτοκίνητα χτενίζουν βιαστικά τον δρόμο. Το βλέμμα του Γιάννη καρφωμένο πάνω τους βυθίζεται σε σκέψεις του παρελθόντος. Με παύσεις και την συγκίνηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του θυμάται τα δύσκολα παιδικά χρόνια μεγαλώνοντας με την απουσία του καλλιτέχνη πατέρα. Δεν κρατά πολύ, αφού έρχεται η περηφάνια για το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου να διώξει μακριά την θλίψη, οι ιστορίες λατρείας προς τον Καρναβά, η βαριά κληρονομιά και η ιστορική ευθύνη σκεπάζουν με καμάρι την έρμη καρδιά.
Απολαύστε μια συζήτηση με επίκεντρο την προσωπικότητα του «μπαρμπά-Τάκη», τα πρώτα βήματά του, τον πατρικό ρόλο, τα παλιά πανηγύρια, τις ιστορίες λατρείας, τις αγαπημένες συνήθειές του, αλλά και τις τελευταίες μάχες της ζωής του.
Είναι βαριά κληρονομιά να είσαι γιος του αείμνηστου Τάκη Καρναβά;
«Σαφώς είναι βαριά κληρονομιά, αλλά είναι και βαριά ευθύνη. Θα έλεγα ότι είναι χάρισμα και υποχρέωση. Αισθάνομαι περήφανος εισπράττοντας την αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπό του, αλλά θέλει και σωστή διαχείριση ούτως ώστε να φανώ αντάξιος διάδοχος της φήμης του και της διαδρομής του. Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για μια μεγάλη παρακαταθήκη και νιώθω περήφανος για το μεγαλείο του».
Πως ήταν τα παιδικά χρόνια του στη Κανδήλα Ξηρομέρου και με ποιες δουλειές ασχολήθηκε προτού καθιερωθεί ως μουσικός;
«Εκείνη την μεταπολεμική εποχή η καθημερινότητα στα χωριά μας ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ο πατέρας μου από μικρός ήταν δεμένος με την μουσική και συγκεκριμένα με το λαούτο που έπαιζε ο παππούς μου. Ασχολήθηκε με πολλές αγροτικές δουλειές όπως π.χ. έφευγαν από την Κανδήλα και πήγαιναν στο βελανιδοδάσος Ξηρομέρου για να μαζέψουν βελανίδια που τότε ήταν εξαγώγιμο προϊόν. Ασχολήθηκε επίσης με την καπνοκαλλιέργεια, αλλά και με τις ελιές αφού πήγαινε στην Ιθάκη για να μαζέψει. Τότε δεν μπορούσες να ζήσεις από τη μουσική. Ακόμη κι αργότερα σε ηλικία 16 ετών που τραγουδούσε σε πανηγύρια έκανε αγροτικές δουλειές για τα προς το ζην».
Πως έγιναν τα πρώτα βήματα στο τραγούδι και ποιες ήταν οι δυνατότητες εκείνης της εποχής;
«Ήταν κληρονομικό διότι υπήρχε μια καλλιτεχνική φλέβα στην οικογένεια, από τον προπάππου μου μέχρι τον πατέρα μου. Άρχισε με μεράκι, όχι για βιοποριστικούς λόγους, και η επιτυχία, το χρήμα και η δόξα ήρθαν στη πορεία. Άργησε δηλαδή ο ίδιος να αναγνωρίσει ότι μπορεί να βγάλει χρήματα από τη μουσική, αλλά και να μαγνητίσει τους ειδήμονες της περιοχής με το ταλέντο του. Δηλαδή μέχρι το ’60 περισσότερο έπαιζε μουσική για το κέφι του».
«Εκείνη την εποχή κατέβηκαν 3-4 οικογένειες με μουσικές καταβολές από τον Βάρνακα για να ζήσουν στη Κανδήλα. Εγκαταστάθηκαν, λοιπόν, σε μια άκρη του χωριού την οποία οι ντόπιοι ονόμασαν Ματζίρκα, δηλαδή τα γύφτικα, επειδή από εκεί ακούγονταν συνέχεια κιθάρες. Γενικά, τότε στην Κανδήλα οι μουσικοί ήταν κοινωνικά απομονωμένοι και δαχτυλοδειχτούμενοι».
«Στην αρχή έφευγε από την Κανδήλα και πήγαινε Ζάβτσα (Αρχοντοχώρι), Αστακό Μύτικα, Ζαβέρδα (Πάλαιρος), αργότερα Βόνιτσα, Λευκάδα και Μεγανήσι. Μάλιστα, οι Μεγανησιώτες σε θέματα μουσικής παιδείας ήταν περισσότερο Ξηρομερίτες κι από εμάς, υπήρχαν ναυτικοί και καπεταναίοι που έκαναν μυθικά γλέντια. Μου έλεγε ο Χρήστος Ζώτος: «Πηγαίναμε στο Μεγανήσι και γυρνούσαμε με δυο τσουβάλια λεφτά».
 Το πατρικό του Καρναβά στη συνοικία Ματζίρκα του χωριού Κανδήλα | Photo: kandilatoxoriomas.blogspot.gr

Πόσο σημαντικό ήταν που γαλουχήθηκε δίπλα σε ονόματα όπως ο Σαλέας, ο Σούκας, ο Ζώτος;
«Ο πατέρας μου είχε το έμφυτο της μουσικής και την θεϊκή απλοχεριά να διαθέτει καλό μέταλλο. Αυτό σήμαινε ότι οι συναναστροφές του άρχισαν να περιορίζονται γύρω από τον κύκλο της μουσικής. Έδωσε και πήρε πολλά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν ήμουν παιδάκι που θεωρούσε μουσικούς του πατέρες τους Χαλκιάδες (Τάσο και Φώτη) από τους οποίους αντλούσε ήχους και εμπνέονταν για να δημιουργήσει. Μπορεί στη περιοχή μας να μεσουρανούσε ο Παπασιδέρης, αλλά δεν υπήρχαν τότε τα μέσα για να τον ακούσεις. Λάτρεψε τους Χαλκιάδες και μάλιστα αργότερα συνεργάστηκε μαζί τους. Τότε, για να τραγουδήσει ένας ξένος, μη Ηπεριώτης, στην περιοχή των Χαλκιάδων έπρεπε να το λέει η φωνή του. Ο Τάκης Καρναβάς ήταν ο πρώτος που πήγε στην Ήπειρο και μάλιστα αποθεώθηκε στα πανηγύρια των Χαλκιάδων».
Επηρεάστηκε από την ηπειρώτικη μουσική;
«Αυτό αποτέλεσε μια ακολουθία της αγάπης του προς τους Χαλκιάδες και την μουσική τους. Πήρε πολλά δίπλα σε αυτούς και γενικά από την ηπειρώτικη μουσική. Επηρεάστηκε από τα ακούσματα, αλλά και από την ατμόσφαιρα που δημιουργούνταν στα ηπειρώτικα γλέντια. Ο ίδιος μουσικά αισθάνονταν και λίγο Ηπειρώτης».
Ένα σχόλιο για τα λόγια μεγάλων καλλιτεχνών για τον Τάκη Καρναβά…
Γιάννης Βασιλόπουλος: «Ένας Καζαντζίδης στα λαϊκά κι ένας Καρναβάς στα δημοτικά αξίζανε».
Αλέκος Κιτσάκης: «Στο δημοτικό τραγούδι υπάρχουν δυο μουσικές σχολές: Του Γεροδήμου στα Τζουμέρκα και του Καρναβά στο Ξηρόμερο».
Βασίλης Σαλέας: «Αυτόν στα πανηγύρια πρέπει να τον φέρνουμε με ελικόπτερο κι όχι με ταξί»
«Τιμή για τον Καρναβά, τιμή για μένα σαν κληρονόμος και ακόλουθος του ονόματός του όταν το λέει αυτό ο Γιάννης Βασιλόπουλος ο οποίος έφτασε να συνοδεύει ορχήστρες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι».
«Έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα αυτά τα λόγια από έναν επαγγελματία του είδους σαν τον αείμνηστο Αλέκο Κιτσάκη. Για να το είπε σίγουρα κάτι θα ήξερε περισσότερο από εμάς, πάντως από όσο θυμάμαι ήταν μποέμ άνθρωπος και αυτό που ένιωθε το έλεγε».
«Τον πρόλαβα τον Βασίλη Σαλέα στη Κανδήλα, αυτός δεν έπαιζε κλαρίνο ήταν κάτι μεταξύ Μπαχ, Μπετόβεν, Μότσαρτ. Δεν χωράνε λόγια όταν ένας τόσο σπουδαίος μουσικός αναγνωρίζει και μιλάει με τέτοια λόγια για τον Τάκη Καρναβά».
«Γενικά, έδωσε και πήρε. Είναι αλυσίδα ένα κλαρίνο και μια φωνή διότι αυτά είναι το πανηγύρι χωρίς να θέλω να μειώσω την υπόλοιπη ορχήστρα. Όταν είναι καλός ο τραγουδιστής θα φανεί και το κλαρίνο και το αντίστοιχο».
Από αριστερά: Βασίλης Μπατσής, Αλέκος Κιτσάκης, Στυλιανός Μπέλλος, Γιάννης Κωνσταντίνου, Δημήτρης Ζάχος, Μάκης Βασιλειάδης, και Τάκης Καρναβάς | Photo: www.ogdoo.gr

Όσον αφορά τους τίτλους «φαινόμενο Καρναβάς» και «άρχοντας του δημοτικού τραγουδιού» τι πιστεύετε ότι δημιούργησαν αυτή την έκρηξη θαυμασμού;
«Αυτός ο μύθος του άρχοντα και του τεράστιου του είδους άρχισε να δημιουργείται από τα παιδικά του χρόνια και η υπέρτατη αναγνώριση άρχισε σιγά σιγά να διαδίδεται σε όλη την Ελλάδα. Είχε το θεϊκό χάρισμα και τις δυνατότητες, αλλά αυτό που έκανε το λάτρευε, το αγαπούσε. Ο πατέρας μου ήταν καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξεως. Ζούσε για το τραγούδι, ζούσε με το τραγούδι, ζούσε από το τραγούδι. Οπότε ο θαμώνας αντιλαμβάνονταν αυτό, το ερμήνευε και το αναγνώριζε. Κατά συνέπεια ήταν φυσιολογική η εξέλιξη του «φαινομένου» του Τάκη Καρναβά. Τραγουδούσε τόσο ζωντανά που μπορούσες τους στίχους να τους κάνεις εικόνα. Αυτό ήταν το μεγάλο του προτέρημα. Βέβαια, για τον πατέρα μου οι θαμώνες δεν θεωρούνταν πελάτες, αλλά πρωτίστως φίλοι».
Γυρνούσαν τραπέζια, τον αγκάλιαζαν και έφταναν σε μια έκσταση. Πως δικαιολογείται αυτή την αντίδραση;
«Το παλιό Ξηρόμερο. Αυτή ήταν η εκφραστικότητα του Ξηρομερίτη πάνω στο τσακίρ κέφι εκφραζόνταν αγνοώντας τις όποιες συνέπειες. Είχε καλλιεργηθεί μια βαθειά σχέση του θαμώνα με τον Καρναβά, πάντα με σεβασμό και αλληλοεκτίμηση».
Ποια ιστορία που αποδεικνύει την αγάπη του κόσμο προς τον πατέρα σας έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη σας;
«Όταν άρχισα να μαθαίνω το διαδίκτυο με προσέγγισε ένας λέγοντάς μου «Με λένε Τάσο, είμαι 82 ετών και ότι είχα τάμα να βρω τον γιο του Καρναβά». Πρόκειται για έναν φανατικό θαμώνα του Καρναβά που μετά την γνωριμία μας, μου έστελνε 5 ευρώ τον μήνα είτε με το ταχυδρομείο, είτε με τον εγγονό του για να ανάβω ένα κερί στον πατέρα μου. Ήταν κατάκοιτος, δεν μπορούσε το κάνει ο ίδιος και με ευχαριστούσε που του εκπλήρωνα αυτή την επιθυμία. Αυτή η ιστορία με συγκίνησε ιδιαίτερα».
Λατρεία;
«Ναι, λατρεία. Και φανταστείτε ότι ακόμη και αυτή τη λατρεία που βιώνω εγώ σήμερα, είμαι μικρός για να την αντέξω. Μερικές φορές βουρκώνω και δυσκολεύομαι να ανταπεξέλθω. Έχω ζήσει πάρα πολλές ιστορίες λατρείας προς τον πατέρα μου».


Από την άλλη έχει ακουστεί ότι άγγιξε τον Έλληνα στις δεκαετίες ’60-’70 που βίωνε την ξενιτιά, τον πόνο ή την αδικία…
«Αναρωτιέμαι εάν αυτό είναι μομφή που συνηθίζουν αρκετοί να υιοθετούν όπως και στη περίπτωση του Καζαντζίδη που λένε ότι εκμεταλλεύτηκε τον πόνο της ξενιτιάς και της φτώχειας. Όχι, αυτό είναι λάθος. Έτυχε να καθιερωθούν σε μια Ελλάδα που προέρχονταν από έναν εμφύλιο πόλεμο και που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Κατά συνέπεια, όταν ένας καλλιτέχνης θέλει να αγγίξει με τη μουσική του τα κοινωνικά θέματα θα ασχοληθεί αναπόφευκτα με τον ξεριζωμό, τον χωρισμό της οικογένειας, την καρτερία και την φτώχεια. Όφειλε όπως σε κάθε εποχή να ασχοληθεί με τα επείγοντα κοινωνικά θέματα. Αυτά ήθελε να ακούσει τότε ο κόσμος. Έτσι, ο ίδιος εξέφραζε αυτές τις καταστάσεις πόνου και λύπης με το τραγούδι του. Ήταν φυσιολογικό να ταυτιστεί με την καθημερινότητα της εποχής».
Ο κόσμος τον αποκαλούσε «μπαρμπά-Τάκη», αυτό μαρτυρά την απλότητα και την αμεσότητα του χαρακτήρα του;
«Ναι, η προσφώνηση «Μπάρμπα» δεν είχε γενεαλογική έννοια παρά ήταν ένα δείγμα σεβασμού προς το πρόσωπό του. Για μικρούς και μεγάλους, γνωστούς και άγνωστους ήταν ο «Μπαρμπά-Τάκης» και αν θέλετε αυτό ήταν το μεγάλο του επίτευγμα. Ακόμη και σήμερα μέσω του διαδικτύου παρατηρώ θαυμαστές του που τον αποκαλούν «Μπαρμπά-Τάκη» θέλοντας με αυτή την ένδειξη σεβασμού να τον κάνουν δικό τους».
Ο «μπαρμπά-Τάκης» διέδωσε το Ξηρόμερο σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό; Η εκφώνηση «Να ζήσει το Ξηρόμερο», τα τραγούδια του και η ιδιομορφία του;
«Έχοντας κατ’ ιδίαν γνώση, τουλάχιστον όσο ζούσε, όποιος γνώριζε την λέξη «Ξηρόμερο» και ας μην ήταν γεωγραφικά ενήμερος, ένα συντριπτικό ποσοστό την ήξερε λόγω του Τάκη Καρναβά. Δηλαδή εάν έμπαινες σε έναν Δραμινό ταξιτζή και σε ρωτούσε «Από που είσαι φίλε;» και απαντούσες «Από το Ξηρόμερο» η επόμενη ερώτηση ήταν «Από το χωριό του Καρναβά;». Ένιωθε περήφανος Ξηρομερίτης και το έκανε από αγάπη για τον τόπο του. Βέβαια τον στερήθηκε λίγο οπότε το έλεγε και με μια νοσταλγία. Η συμπεριφορά του και η διάλεκτός του ήταν ξεχωριστές και παρέπεμπαν στο Ξηρόμερο. Η μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν την ώρα του πανηγυριού να πετάξει πέντε κουβέντες και ας μη καταλάβαινε ο θαμώνας, τον ικανοποιούσε εκείνον. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διαφήμιση που πρόσφερε ο Τάκης Καρναβάς στο Ξηρόμερο».
Μιλούσε με τον κόσμο από τη σκηνή;
«Υπάρχει βίντεο από μια εκδήλωση που έγινε την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 1998 στην Μελβούρνη όπου πιάνει την κουβέντα με έναν θαμώνα με καταγωγή από το Ξηρόμερο και αρχίζουν να μιλάνε ξηρομερίτικα. Λάτρευε να παίζει με τον κόσμο και να τον ζεσταίνει με το μοναδικό χιούμορ του».
Φημίζονταν για το χιούμορ του, σωστά;
 «Θα σας πω μια ιστορία. Είναι μέσα σε ένα ταξί και πηγαίνει σε πανηγύρι στη Φιλιππιάδα και μόλις περνάει από την Άρτα και βλέπει ένα χωριό πάνω στο βουνό, τότε βγάζει τα χέρια και τα πόδια έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και άρχισε να μουτζώνει προς εκείνη την κατεύθυνση. Μάλλον θα είχε μια άσχημη εμπειρία από εκεί, αλλά σημασία έχει ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα πράγματα. Είχε τεράστιο χιούμορ και προσπαθούσε να κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν, ενώ αντιμετώπιζε ακόμη και τις δυσκολίες με αυτό».


Είναι αλήθεια ότι στέκονταν επί 12 ώρες στο πατάρι, ακούραστος και ακατάβλητος από το ξενύχτι;
«Επί εποχής Τάκη Καρναβά ο τραγουδιστής στα πανηγύρια παρέμενε στο πατάρι τραγουδούσε, δεν τραγουδούσε. Ο Τάκης Καρναβάς ελάχιστες φορές θα κατέβαινε να χαιρετήσει έναν φίλο. Κατά συνέπεια, ναι, έχετε δίκιο. Άλλωστε το εγκεφαλικό που έπαθε τον Σεπτέμβρη του 1994 στο Αίγιο, αιτία ήταν αυτό, η ορθοστασία, η κούραση και γενικά το πατάρι. Μάλιστα, εκείνη τη βραδιά τραγουδούσε μόνος του από τις 11.00 μέχρι τις 7.00 το πρωί. Πήγε το βράδυ στο ξενοδοχείο και κατέρρευσε στη μπανιέρα. Οπότε η κούραση ήταν και η αιτία του εγκεφαλικού, το οποίο τον καθήλωσε πέντε χρόνια, ήταν όμως δυνατός και κατάφερε με περιπατητήρα (ΠΙ) μέχρι το καφενείο.
Και πως να κατέβει από το πατάρι όταν ο θαμώνας δεν τον άφηνε να πάρει μια ανάσα λέγοντας «Πές μας κι αυτό βρε Τάκη και μετά κατέβα». Ήταν κι αυτό μια αφορμή να μένει πάνω και να προσπαθεί να ευχαριστήσει τον κόσμο».
Πήγαινε στο πανηγύρι με το ντύσιμο, την καδένα…
«Ναι, και με το σκαρπίνι του. Κοίτα ενδυματολογικά μπορεί να ήταν λίγο μονότοτονος, όμως φρόντιζε να είναι πάντα στη πένα. Το φανταχτερό εμπριμέ πουκάμισο και το μυτερό παπούτσι ήταν τα χαρακτηριστικά του τρόπου ντυσίματος του Τάκη Καρναβά. Έδινε μεγάλη έμφαση στην ενδυματολογική του παρουσία».
Είναι αστικός μύθος ή πραγματικότητα ότι είχε μια σπάταλη ζωή;
«Ναι, είναι αλήθεια. Τα χαλούσα όλα τα χρηματά του, αλλά και πάλι τον δικαιολογώ ως καλλιτέχνη. Όπως ο λαός μας λέει: «Ανεμοζαμώματα διαολοσκορπίσματα». Ο ίδιος μου εξιστορούνταν ότι ήταν με τον Βασιλόπουλο δυο βράδια στη Γερμανία και γυρνώντας από την Φρανκφούρτη στη Θεσσαλονίκη, πήγαν και έφαγαν από ένα εκατομμύριο που βγάλανε και γυρίσανε άφραγκοι. Επειδή όμως θέλω να είμαι και δίκαιος, δεν ήταν μόνο σπάταλος, αλλά βοηθούσε και κόσμο. Μπορούσε να βγάλει το παντελόνι του και να σου το δώσει, ήταν ψιχούλα και δεν υπολόγιζε τα χρήματα».
Έβγαλε χρήματα εκείνη την εποχή απο τη μουσική;
«Αν και δεν είδα ποτέ τις καταθέσεις του, φαντάζομαι ότι από τον τρόπο που ζούσε ότι έβγαζε αρκετά».

Σαν πατέρας πως ήταν;
«Αν και αποφεύγω να μιλάω γι’ αυτό, ο Τάκης Καρναβάς ήταν καλλιτέχνης και αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στη τέχνη του. Είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι οι καλλιτέχνες δύσκολα διατηρούν οικογένεια, διότι η καλλιτεχνική φύση τους οδηγεί σε άλλες προτεραιότητες. Κάπως έτσι και ο πατέρας μου, δεν ήταν και ο καλύτερος οικογενειάρχης. Όταν ήμουν παιδί, μου κακοφαίνονταν συνεχώς η απουσία του, αλλά μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να τον κατηγορήσω για τίποτα, αφού ήταν καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξεως».
Σαν καλλιτέχνης χρειάστηκε δηλαδή να θυσιάσει κάποιες όμορφες στιγμές με την οικογένειά του;
«Σαφώς, ο καλλιτέχνης αν δεν κάνει θυσίες δεν μπορεί να δημιουργήσει και να φτάσει στο ύψιστο σημείο της καριέρας του. Θυσίασε, λοιπόν, την οικογένεια για να ακολουθήσει αυτό που λάτρευε, το τραγούδι, την καλλιτεχνική έκφρασή του. Πάντως, μου πήρε πολλά χρόνια για να αποδεχτώ όλη αυτή τη κοσμοθεωρία του καλλιτέχνη διότι ήμουν πιο αυστηρός στο θέμα της οικογένειας, τώρα κατανοώ αυτή τη στάση».
Τι θυμάστε να σας έλεγε σαν πατέρας προς γιο;
«Επειδή το 1960-61 που ήρθε στην Αθήνα είχε πολλή δουλειά, δεν είχαμε συχνές επαφές. Είχε χαράξει το άστρο του και έπρεπε να ακολουθήσει τον απαιτητικό δρόμο του επώνυμου καλλιτέχνη. Κι εκείνος σε στιγμές αυτοκριτικής δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής του και την δευτερεύουσα θέση της οικογένειάς του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ούτε και να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ούτε κι εγώ, σε ηλικία 57 ετών σήμερα, δεν του κρατάω κακία για τίποτα, παρά νιώθω περήφανος για την κληρονομιά του ονόματος. Όπως προείπα, ο καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει αρμονικά με την οικογένειά του και πιστεύω ότι καλά έκανε. Αν ξαναζούσε πάλι το ίδιο θα ήθελα να κάνει. Μια χαρά μεγάλωσα και εγώ και τα αδέρφια μου παρά τη στέρηση της παρουσίας του και είμαστε ευγνώμων για το δέος που μας χάρισε».
Δηλαδή θυμάσαι να σου έλεγε: «Γιάννη…»
«Γιάννη, να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι αυτούσιος και να μην γίνεις ποτέ καραγκιόζης. Μην δώσεις ποτέ το δικαίωμα να γελάσει κανείς πίσω από τη πλάτη σου. Τα λόγια του αυτά τα τηρήσαμε κι εγώ και ο αδερφός μου με την αδερφή μου. «Να είσαι γνήσιος» μου έλεγε όπως και ήταν κι αυτός όλα αυτά τα χρόνια».

Ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία χρόνια πριν τον θάνατό του;
«Ταλαιπωρήθηκε από τον Σεπτέμβρη του 1994 που έπαθε το εγκεφαλικό μέχρι το καλοκαίρι του 1998 που άρχισε να περπατάει μετά από πολλές φυσικοθεραπείες στο κέντρο αποκατάστασης στους Αγίους Αναργύρους. Μετά πήγε στο χωριό και άρχισε να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς του, αλλά τέλη Μαΐου του 1999 ήρθε η διάγνωση του καρκίνου και μέσα σε δυο μήνες πέθανε. Ευτυχώς δεν πρόλαβε να πονέσει και συγκεκριμένα θυμάμαι στο Πανεπιστημιακό στη Πάτρα όπου ένας φίλος του γιατρός, μου ζήτησε την συγκατάθεση για να του κάνει χειρουργείο με πιθανότητες 10% να επιζήσει. Εκεί, πήραμε την απόφαση να μην τον ανοίξει κι έτσι έφυγε χωρίς να ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα στα νοσοκομεία».
Θυμάστε κάποιες χαρακτηριστικές συνήθειές του;
«Θα σας πω κάποιες που δεν τις γνωρίζει κανείς. Ο Καρναβάς έφτιαχνε τον καλύτερο καπαμά που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Έβαζε το χέρι του στο μπολ με το αλάτι και έριχνε με το μάτι. Γενικά, έβαζε πολύ αλάτι στα φαγητά του και έτρωγε με τα χέρια. Μετά το χιούμορ του ήταν αυτό που αφόπλιζε τον κόσμο και οι ατάκες που πετούσε. Αλλά και ο αυτοαρκασμός του».
Πήγαινε στην Κανδήλα;
«Στις αρχές του ’60 όπου υπήρχε η καλλιτεχνική ανάγκη να καθιερωθεί δεν έρχονταν. Βέβαια, τα καλοκαίρια που είναι η εποχή των πανηγυριών έρχονταν στα πέριξ, όμως λόγω κάποιας ενδοικογενειακής ιδιομορφίας απέφευγε να έρχεται στην Κανδήλα. Από το 1976 κι έπειτα έρχονταν. Αργότερα πήγαινε κι εκτός πανηγυριών, αφού οι γονείς του ζούσαν μόνιμα στη Κανδήλα. Τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει έρχονταν τακτικά. Πάντα η Κανδήλα ήταν η Ιθάκη του και αποδείχθηκε αυτό με την κατάληξή του στο αγαπημένο του χωριό».
Έχει αναγνωριστεί η αξία του; Μπορεί ένας δρόμος ; Είστε ικανοποιημένος από την;
«Όταν ένας άνθρωπος ικανοποιείται με το χθες, απαγορεύεται να έχει στόχους για το αύριο. Όχι, δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, θα έπρεπε να έχουν γίνει περισσότερα πράγματα προς τη μνήμη του. Εκτός της ονομασίας του κεντρικού δρόμου, υπάρχουν περιθώρια να γίνουν κι άλλα πράγματα όπως το πατρικό σπίτι του να γίνει Μουσείο Τάκη Καρναβά. Είναι ένα μεγαλεπίβολο όνειρο τόσο δικό μου, όσο και του συλλόγου και πιστεύω ότι μπορεί να υλοποιηθεί με την συμμετοχή της δημοτικής αρχής και επιχειρηματιών που έχουν την οικονομική άνεση να συμβάλλουν στο έργο. Με λίγη καλή θέληση μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα»

Πως αποφασίσατε να ιδρύσετε τον Σύλλογο Φίλων Τάκη Καρναβά και ποια είναι η δράση του;
«Επειδή ο κόσμος είναι μικρός και με το διαδίκτυο γίναμε όλη μια γειτονιά, μετά από πολλές παροτρύνσεις φίλων για να αναδείξουμε και να γιγαντώσουμε το έργο του Τάκη Καρναβά, αποφασίσαμε το 2013 σε μια Γενική Συνέλευση να ιδρύσουμε τον Σύλλογο Φίλων Τάκη Καρναβά. Όπερ και εγένετο, ο Σύλλογος απέκτησε νομική μορφή και σκοπός του είναι η διαφύλαξη της κληρονομιάς, αλλά και η διάδοση του ονόματος του Τάκη Καρναβά στη νέα γενιά. Αυτή τη στιγμή ο Σύλλογος απαριθμεί 145 μέλη και οι δραστηριότητές του κυρίως είναι οι δυο ετήσιες εκδηλώσεις που πραγματοποιούμε. Επίσης, ένας από τους μεγάλους στόχους που καταφέραμε, έπειτα από πίεση του Συλλόγου, ήταν η ονομασία του κεντρικού δρόμου της Κανδήλας σε «Οδός Τάκη Καρναβά». Βέβαια, έχουμε κι άλλους στόχους όπου ο πρόεδρος του Συλλόγου, Δημήτρης Μύτακας, και εγώ ως Γραμματέας ευελπιστούμε να τους διεκπεραιώσουμε και το οφείλουμε στη μνήμη του Τάκη Καρναβά».
Στο παρελθόν έχετε ασχοληθεί με τη μουσική. Θα θέλατε να βαδίσετε στα βήματα του πατέρα σας;
«Εγώ γεννήθηκα μέσα στη μουσική και με αυτά τα ακούσματα. Πάντα τραγουδούσα στο σπίτι ή στη παρέα. Όμως ποτέ δεν ήθελα να το ακολουθήσω επαγγελματικά, πάντα αισθανόμουν μια αποστροφή. Ένα διάστημα με παρότρυναν κάποιοι φίλοι ως διάδοχος του Τάκη Καρναβά να ερμηνεύσω τα τραγούδια του και να βγάλουμε ένα δίσκο. Στην αρχή αντέδρασα θετικά ώστε να συνδεθούν με αυτό τον τρόπο η παλιά με τη νέα γενιά, όμως αηδίασα και το σταμάτησα. Όταν άρχισε να κυκλοφορεί ότι εγώ θα έκανα αυτό το εγχείρημα, κάποιοι του χώρου άρχισαν να θορυβούνται και μου στήσανε εμπόδια. Φοβήθηκαν μήπως ο διάδοχος του Τάκη Καρναβά τους πάρει τις δουλειές».
Πως κρίνετε από την εμπειρία σας την σημερινή κατάσταση στα πανηγύρια και γενικότερα στο δημοτικό τραγούδι;
«Έχοντας όλα αυτά τα ακούσματα και τις λίγες μουσικές γνώσεις, πιστεύω ότι μετά τον Καρναβά τα πράγματα έχουν ξεφύγει και περάσει σε μια άλλη διάσταση. Τίποτα δεν χαρακτηρίζει την παραδοσιακή δημοτική έμφαση που δίνανε οι παλαιοί καλλιτέχνες στα πανηγύρια και στη διασκέδαση. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι καλή αυτή η αλλαγή. Εντάξει τότε υπήρχε προτεραιότητα στο χορό, πλήρωνες και χόρευες. Σήμερα γεμίζουμε μια πίστα με κατσίκια που χοροπηδάνε χωρίς καμία αίσθηση μουσικής.
Πάντως, καλλιτέχνες έχουμε καλούς, αξιόλογα ταλέντα και καλή μουσική. Το θέμα είναι ότι για κάποιο λόγο δεν αποδίδεται αυτό στα πανηγύρια. Αυτός που διοργανώνει τα πανηγύρια νοιάζεται να γεμίσουν οι καρέκλες και η πίστα, να υπάρχει κατανάλωση και να γεμίσει η τσέπη. Δεν τους ενδιαφέρει πια η ποιότητα της μουσικής, το κέφι».
Έχει επηρεαστεί το πανηγύρι από τη βιομηχανία της μουσικής; 
«Ναι, σίγουρα αναμφισβήτητα μιλάμε για μια βιομηχανία. Εκείνη την εποχή το πανηγύρι του χωριού ήταν η μοναδική διασκέδαση του καλοκαιριού. Άντε κανένας γάμος ή γιορτή. Σήμερα έχουμε περισσότερες ευκαιρίες διασκέδασης και ο κόσμος είναι κορεσμένος. Όμως και πάλι θα ήθελα ακόμη κι έτσι να χορεύουν τσάμικο τρεις καλές παρέες στη πίστα κι όχι να ποδοπατιούνται 70 άτομα. Όσο για τη μουσική έχουμε μια ανύπαρκτη ποιότητα και όπως φαίνεται δεν υπάρχει μέλλον τουλάχιστον στη παραδοσιακή μουσική μας».
Πως κρίνεται αυτούς που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα τραγούδια του Τάκη Καρναβά;
«Προσπαθούν και μακάρι να τα καταφέρουν. Η παρακαταθήκη του Καρναβά είναι η μεγαλύτερη σπουδή για την νεολαία που θέλει να ασχοληθεί με το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι. Ακόμη και τα νεοδημοτικά τραγούδια, χαρακτηρίστηκαν έτσι τις δεκαετίες ’70-’80, τα οποία τραγούδησε ο πατέρας μου, ήταν με περισσότερο ρυθμό αλλά πάντα μέσα στη λογική του δημοτικου ήχου».
Ποιο τραγούδι του ξεχωρίζετε;
«Ειλικρινά μου αρέσουν πάρα πολλά και σχεδόν όλα τα ακούω καθημερινά στη δουλειά μου. Δεν ξεχωρίζω κανένα αλλά είναι ορισμένα τραγούδια ορόσημα όπως «Τι να της κάνω της καρδιάς» και «Πόσο γλυκιά είναι η ζωή».
Τελικά πόσο γλυκιά είναι η ζωή και πόση πίκρα αντέχει;
«Αχ, ακούστε, λοιπόν, τον Τάκη Καρναβά και βυθιστείτε σε σκέψεις. Είναι πάντα επίκαιρος και θα ζει πάντοτε ανάμεσά μας με τα τραγούδια του».

iaitoloakarnania.gr
 http://www.agrinionews.gr/

1 σχόλιο:

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο