Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΜΝΗΜΗ 14 Σεπτεμβρίου 1922

Η καπνεργάτρια Κωστούλα Ιωάννου αφηγείται....
 (Αρχείο Μ. Αγγέλη)


Μια Μικρασιάτισσα αφηγείται: Η Κωστούλα Ιωάννου

Γράφει η Δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη



«Και η μνήμη δεν είναι θεός, 
Ζει η μνήμη και πεθαίνει, 
Μα έχει χάρη ενόσω ζει 
Τα πάντα να ανασταίνει» 
Όλγα Βατίδου, μικρασιάτισσα ποιήτρια 



      Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή(1922) ενάμισι εκατομμύριο σχεδόν πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα. Στο Αγρίνιο εγκαταστάθηκαν 2.571 πρόσφυγες.
Η εκτεταμένη καπνοκαλλιέργεια και η καπνεπεξεργασία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του Αγρινίου ως τόπου εγκατάστασής τους.Οι πρόσφυγες εργάστηκαν στα καπνοχώραφα και στα καπνομάγαζα της πόλης, ως καλλιεργητές και καπνεργάτες αντίστοιχα.
Το Ελληνικό Κράτος, οικονομικά εξαντλημένο, φρόντισε να τους στεγάσει.Στην αρχή χτίστηκαν τα «Προσφυγικά καλύβια» στα δυτικά της πόλης.Αργότερα χτίστηκαν και οι άλλοι οικισμοί: ο «Άγιος Κωσταντίνος» που υπήρξε και η έδρα της κοινότητας των προσφύγων,η «Νέα Ερυθραία»,που εγκαινιάστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ο οικισμός « του Καπέλα».
[Βλέπετε:Μαρία Ν. Αγγέλη, Αφιέρωμα στους Πρόσφυγες του Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου.Τα προσφυγικά των προσφύγων, ανάρτηση Ξηρόμερο news 20/5/2013]. .....

 Πριν από κάποια χρόνια για τις ανάγκες   της Διδακτορικής διατριβής μου με θεματική τον Καπνό, επισκέφτηκα και κατέγραψα  συνεντεύξεις από πολλές γυναίκες προσφυγικής καταγωγής οι οποίες είχαν εργαστεί ως καπνεργάτριες στις καπναποθήκες Αγρινίου.
Μια από τις γυναίκες αυτές ήταν η Κωστούλα Ιωάννου.Η γνωστή και αγαπητή στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου κυρά Κωστούλα.
Μια γηραιά  γυναίκα η οποία από μικρό παιδί είχε βιώσει τον ξεριζωμό…
Με χειμαρρώδη λόγο μου αφηγήθηκε την ιστορία της οικογένειάς της από  τη Μικρασία  μέχρι το Αγρίνιο.Από τον ξεριζωμό μέχρι το ριζωμό τους.Την εγκατάστασή τους στα προσφυγικά του Αγίου Κων/νου, την εργασία  στα καπνομάγαζα της πόλης, την καθημερινότητα των προσφύγων,την κομψότητα και νοικοκυροσύνη ιδιαίτερα των γυναικών…

«Σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά κόρη μου!»
Ας “ακούσουμε” την αφήγηση της κυρά Κωστούλας:
Ο πρώτος διωγμός:
Γεννήθηκα στη Μικρά Ασία το 1919…Θα κάνω όμως μια παρένθεση:το  1914 έγινε ο πρώτος διωγμός.Απ’ τη Μ.Ασία  τότε ήρθαν πολύς κόσμος προς την Αιτωλοακαρνανία.Στόμα με στόμα μαθεύτηκε ότι εδώ υπήρχαν καπνομάγαζα.Εδώ υπήρχε κάποιος πόρος ζωής.Πραγματικά ήρθαν οι δικοί μου εδώ πέρα και εγκαταστάθηκαν κάτω στα Καραπανέικα.Είχε καπνομάγαζα μικρά βέβαια, όχι μεγάλης έκτάσεως, όπως ήταν μετά τα καπνομάγαζα.Δούλεψαν ο κόσμος. Εδώ παρέμειναν έξι χρόνια.Πριν τα έξι χρόνια οι Στερεολλαδίτες και οι πρόσφυγες, ανταμώθηκαν νέοι και νέες και έγιναν πολλοί γάμοι.Μεταξύ αυτών παντρεύεται και η μητέρα μου και πήρε έναν ηπειρώτη.

Ο επαναπατρισμός:
Το  ’19, το ’20 όμως τα προξενεία Τουρκίας και Ελλάδας, έγινε συνεννόηση, τα βρήκαν λίγο πολύ, οι Τούρκοι με τους δικούς μας και είπαν όποιος ήθελε να επαναπατριστεί.[Πρόκειται για την επίτευξη ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918].
Πολλοί γύρισαν πίσω.Μεταξύ αυτών και  η δική μου οικογένεια.Λέει ο παππούς: “εγώ θα  φύγω, θα ξαναπάω στη Μ.Ασία.  Εκεί είναι η περιουσία μου, εκεί είναι τα καλά μου”.Βέβαια καλύτερα να μην πήγαινε, γιατί όλα αυτά ήταν εις βάρος τους.Εκεί ξεσπιτώθηκε όλη η οικογένεια του παππού.Σκοτώθηκε το παιδί του, παίρνουν την κοπέλα του αιχμάλωτη οι Τούρκοι,χαρέμι.Η μητέρα μου χωρίζει το γάμο της,γιατί δεν ήθελε ο πατέρας μου να την ακολουθήσει το δρόμο της Μ.Ασίας.Και φεύγει η μάνα μου με την κοιλιά να…
Και παίρνει την οικογένεια ολόκληρη ο παππούς και ξαναγυρίζει πάλι.30 Αυγούστου του ’19 έχω γεννηθεί εγώ  στη Μικρασία.
Όταν πήγαν εκεί μετά από έξι χρόνια βρήκανε ρημαγμένα τα πάντα.Τα πάντα τα είχαν λεηλατήσει οι Τούρκοι.Τα αμπέλια είχαν ξεραθεί και το τελευταίο δεντράκι που ήταν.Δε  βρήκαν ένα σύκο να κόψουν.Άρχισαν τότε οι πιο γέροι που ήταν αμπελουργοί, ξανά πάλι να περιποιούνται τα χωράφια. Τη μια χρονιά λέει πήρανε 20 καντάρια σταφίδα, την άλλη πήρανε 50 και την Τρίτη χρονιά τα πράγματα μπερδεύτηκαν πάλι και ξαναγίνεται ο πόλεμος. Οπότε και τότε ήταν ο τελευταίος ξεριζωμός!

Η Τουρκική απειλή:
Ο Κεμάλ δεν υποχωρούσε με κανένα τρόπο.Ήθελε σώνει και καλά να αποκτήσει τα μέρη αυτά,  γιατί όπως διηγούνται ήταν γη της επαγγελίας!Όλα  προόδευαν, αμπέλια, κτήματα, σειρές είχαν ο κόσμος εκεί.Τότε αυτός τα έβαλε στο μάτι και το κατόρθωσε.Τότε ξερίζωσε τον Πόντο μέσα…Έλεγαν οι δικοί μας και η σειρά μας έρχεται τώρα.Πραγματικά έτσι έγινε…

Η Καταστροφή:
Δυστυχώς δεν το γλυτώσανε και γίνεται το ’22 ο μεγάλος ξεριζωμός.14         Σεπτεμβρίου  ήτανε, μέρα του Σταυρού!Από μέρες και από λίγο καιρό είχανε κάνει όλες οι μητέρες ένα κουμάντο να το πω έτσι, να κρύψουν λίγα χάρτινα λεφτά,ήταν τότε χάρτινες παγκανότες σε ένα παλιό πάπλωμα μέσα, γιατί σου λέει θα βγούμε στους δρόμους αλλά πώς θα ζήσουμε στους δρόμους;Ένα φουστανάκι που μου είχαν εμένα, με το είχανε κάνει με τέτοια, με πολύ φραμπαλά και έβαλαν μέσα λεφτά,χάρτινα όπως τώρα,παγκανότες ήταν. Κρύψαν μέσα λεφτά.Στον ποδόγυρο.
Αλλά όταν άρχισαν οι λεηλασίες απ’ τους Τούρκους ή και γινόντουσαν καταπατήσεις στα σπίτια τα βράδια.Εκεί καθότανε αμερόληπτη η οικογένεια, ακούμε την πόρτα ντούκου-ντούκου!Εμείς μέσα. Τι να δεις! Τους Τουρκαλάδες να κάνουν τα πλιάτσικά τους!Ό,τι το ωραίο βλέπανε το παίρνανε.Κι ένας Τούρκος βάνει στο μάτι και γδύνει εμένα.Μα μήπως τους ένοιαζε για το φουστανάκι τη μάνα μου και τη γιαγιά μου; Τους ένοιαζε γιατί στο φουστανάκι αυτό έκρυβαν με το δικό τους τρόπο το θησαυρό τους!Μερικά χρήματα.Για να πορευτούμε…[…]
Το πρωί δόθηκε η διαταγή «γκιτ γκιαούρ,γκιτ γκιαούρ», «φύγετε, φύγετε». Έλεγε στους χριστιανούς να φύγουνε  να πάτε στην Ελλάδα.[…]

Σαν του λαγού τα παιδιά:
Στην παραλία που πήγανε σκορπίσανε ο κόσμος σαν του λαγού τα παιδιά.Μπήκανε σε λάθος, σε καράβια μέσα.Άλλοι μπήκανε πήγανε Θεσσαλονίκη, άλλοι μπήκανε πήγανε Κρήτη… Θυμάσαι εσύ, όχι εσύ ήσουνα παιδούλα τότε, τον Ερυθρό Σταυρό;Ακόμη  μέχρι σήμερα,ακόμη αγνοούμενοι είναι, με το λάθος που κοίταξαν να σώσουν τη ζωή τους, όπου φύγει φύγει…[…]
Αυτά που λέω εγώ κορίτσι μου, να το σκεφτούν καλά αυτοί που τα απαγγέλλω.Δεν τα έζησα.Ήμουνα παιδούλα, αλλά κατόπιν διηγήσεως απ’ των γονέων.Αυτά τα θέματα τους έκαιγαν.Κι εγώ σαν παιδούλα, μεγάλωνα και άκουγα τις διηγήσεις.Λες και  είχα ένα ραδιάκι μέσα στο μυαλό μου και τα έγραφε, όλες τις διηγήσεις![…]

Η εγκατάσταση στο Αγρίνιο:
Ναι λοιπόν, εγκατασταθήκανε στην Ελλάδα.Πάλι στο ίδιο μέρος.Πάλι στα ίδια αφεντικά που είχαν εδώ στο Αγρίνιο.Τους αγκαλιάσανε, γιατί ο παππούς ήταν καλός αμπελουργός και πήρε τα κτήματα του αφεντικού.Τον Διονύσιο Παπαπάνο είχε αφεντικό.[…]
Τώρα για τον εαυτό μου.Εγώ πόρο ζωής δεν είχαμε.Έπρεπε να μπω στη δουλειά.Ας τις σπουδές στην άκρη.Για μας σπουδές ήταν πολυτέλεια!

Η Καπνεργασία:
Δεκατριών (13) χρονών μπήκα στην καπναποθήκες.Αυτό το διατηρητέο, αυτό που είναι δίπλα στον ΟΤΕ.Εκείνο ήταν οι καπναποθήκες Αβραμίκου.Ναι.Οι αποθήκες εκείνες δούλευε η μητέρα.Πήρε και μένα και πρόσφερα νερό  στους εργάτες.Μ’ ένα ποτηράκι στους εργάτες.Και δεν το είχαμε μέσα έπρεπε να κατεβούμε κάτω να πάμε σε γειτονικές βρυσούλες.Να πάρουμε με τις ποτιστρούλες νεράκι να δώσουμε στους εργάτες.Και μετά να πάρω τη σκούπα να σαρώσω, γιατί το κάθε  φύλο που πατάτε είναι πολύτιμο μας έλεγαν.
Απ’ αυτό το φύλλο του καπνού τρώτε ψωμί!
Από κει ξεκίνησα να γίνομαι καπνεργάτρια.Από κει πήρα σύνταξη κόρη μου.[…]Το  ’52 –’53 πήραμε 17 δρχ. μεροκάματο.Αυτό ήτανε όλο, 17 δρχ. μεροκάματο.
Συν τω χρόνω από λίγο ,από λίγο, έβλεπα τα ένσημα δε με έφταναν.Σηκώνομαι κρατάω το καπνομάγαζο και πάω και στον Αχελώο.Πήγα γιατί έβγαζαν αλεύρι.Οι Χαραλαμπάκηδες,αδελφοί Χαραλαμπάκοι.Να βγάλω κι άλλο μεροκάματο…
Ήμασταν όλοι φτωχολογιά κόρη μου…
Παίρναμε φύλλα απ’  τις καπναποθήκες στο σπίτι και δουλεύαμε νυχτέρια.Τα φτιάχναμε παστάλια.Μάτσα δηλαδή.

Το Αγρίνιο:
Το Αγρίνιο;Ένα βλαχοχώρι.Ένα βλαχοχώρι ήτανε με πολύ λίγους κατοίκους τότε.Είχε πολλή οπισθοδρόμηση τότε.
Στην κεντρική πλατεία κάτω εκεί που είχε ο Δούκας τα γραφεία του τα τουριστικά, κι εκεί που είχε ο Ψαράς το εστιατόριο, ήταν χάνια.Χάνια κι έρχονταν απ’ τα χωριά και βάναν τις σούστες μέσα οι χωρικοί για να βγούνε να κάνουν τα ψώνια τους.Στα δέντρα στις νεραντζιές έβλεπες κι από ένα γαϊδουράκι δεμένο.Για να πάει τη βόλτα του ο χωρικός να ψωνίσει, να πάρει το ρύζι, το σαπούνι, τη ζάχαρη…τα απαραίτητα.
Ε, σιγά σιγά τα καπνομάγαζα έδωσαν ψωμί.Καταλήγουμε εκεί πάλι. Βέβαια, γιατί απασχολούνταν πολλοί άνθρωποι.
Μαύριζε η οδός Παπαστράτου από τους καπνεργάτες![…]

Tα χρόνια εκείνα:
Αλλά τα χρόνια ήταν πιο ωραία.Ήταν αγαπημένοι ο κόσμος, η αλήθεια είναι αυτή.Ήταν πιο αγαπημένοι, δεν είναι, σήμερα  έχει ένα συμφέρον, έχει κυριαρχήσει στην ανθρωπότητα.Ήταν πιο όμορφα.Την καταλάβαινες την Πασχαλιά, καταλάβαινες την Αποκριά μέσα στο σπίτι.Ραδιόφωνα δεν υπήρχανε.Τηλεοράσεις δεν υπήρχανε.Με το λαρύγγι μας τραγουδούσαμε!Στα τραπέζια, στους γάμους.Τότε δεν υπήρχε καλώδιο.Υπήρχε λάρυγγας.Λέει ένα τραγούδι:
«Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,
πέρασαν χάθηκαν τα όμορφα τα  χρόνια.
Αγάπες γνήσιες ζητάς με το κερί,
δεν τραγουδούνε τώρα κάτω απ’ τα μπαλκόνια.
Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαμε ζωή,
είν’ όλα ψεύτικα και ας φαίνονται αλήθεια.
Αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί…».

2 σχόλια:

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο