Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Η Θειά μου η Δημήτρω από τη Βόνιτσα και ο φόβος στο νεκροταφείο!!

-Καλώς το δημοσιουγράφο. Κιρό είχες νάρθ’ς. Σι πιθύμησα παιδί μ΄, όπως πεθύμσα και τα κλουράκια πούφερις την προηγούμενη φορά. Για να δούμε τι μούφιρες;
     Καλά είναι και αυτά, λίγο μουσκεμένα είναι. Μήπως είναι από αυτά που έμειναν από το μνημόσυνο που πιάστηκε το συγγένειο και έγινε «τ’ μακαρίτη;».

-Θειά Δημήτρω,  θέλω να μου πείς για πως τα περνάς; 
-Ακ΄να σπώ. Με τα 270 ευρώ της αγροτικής σύνταξης δεν σ΄φτάνουν να πληρώσεις ούτε τα τέλη του Δήμου. Ακούς εκεί να πληρώνω κοντά 40 ευρώ για το νερό και το κατούρημα. Ασε που για το τάφο του Μήτσου μ’ θέλνε να τα΄δώσω 30 ευρώ. Μήτσουυυυυυυυ...... Ακόμα σι πληρώνω.....
  Ασε παιδί, δεν σούπα τι έπαθα πρι από κάμποσα χρόνια του καλοκαίρ’. Πήγα να ανάψω ένα κερί στο τάφο του Μήτσου μ΄.  Να !!! το χορτάρ’... 
 Εμνα όρθια με το κερί αναμμένο στο χέρ’ σαν νάτανε η ανάσταση.  Που να τα’ απθόσω καταή... 
    Θα καθόμνα και άλλο, για να τα ψάλω τ’ Μήτσ,  αν δεν άκγα ένα σκούξο. Τράω προς τα πέρα και τι να δώ. Την θειά γιώργενα να τρέχει και να πηδάει τσ΄τάφους σαν τ΄Πατουλίδου!!!.............

 
       Τράβαε τ΄φούστα προς τα παν’ και σάλταε τσ’ τάφους. Αι μας  κατάνσε η κατάστασ’. Οι μικρές κοπέλλες να τραβάνε τα’ φούστα προς τα κάτ’ κι η γιώργενα να τ’ τραβάει προς τα πάν’....
 Τράω πίσω τς  μήπως την κυνηγάνε οι μαύροι, τίποτα!!
   Για μια στιγμή η γιώργενα το γύρσε στο «τριπλούν», ούτε πένταθλο νάκανε.
     Φτάνει σ’ έμένα, ξανασκούζει και περνάει με ένα σάλτο δύο τάφους. Τράω καλύτερα και αγνανεύω ένα σαιτούρι νάρχεται, ένα μέτρο και..... Αρχίζω και εγώ το κοσί και πάου να ρίξου πίσ’ μου κάτι για να το πάρ’ το σαιτούρι. 

     Τι να ρίξω, τι να ρίξω; Το μαντήλι του κεφαλιού. Αμ δεν φόραγα. Καλά μούλεγε ο Μήτσος μ΄να μην βάλω μαντήλι, τώρα όμως Μήτσο μ΄πόυσε να σταματήσεις το σαιτούρ’....
     Μι τ’ Γιώργενα, πδάγαμε τσ’ τάφς, κι είχαμε κι καλό βηματισμό, όπως μούπε τ’ άλλη μέρα ου Τακούλας. Ακ΄εκεί το ξεπατωμένο. Μούπε ότι όπως είμασταν στα μαύρα, είμασταν σα τσ’ αιθίοπες σ΄ανοιχτό στίβο.
      Πλέον είχαμε πάρ’ κι ρυθμό, κι κάθε μια από μας, σε κάθε σάλτο, χαιρέταγε και τσ’ αποθαμένους. Γειάσ’ Κώτσο, Πούσε λεβίντ’ Νάσου, χαιρετσμούς θεια κατέρου. Ούτι μνημόσνο νάχαμε.....

    Φτάσαμε με την γιώργενα μέχρι το κλειστό το γυμναστήριο και εκεί σταμάτσαμε. 
    Απ΄ όλη την ιστορία κατ’ μας βγήκε σι καλό. Πάν’ οι πόνοι και τα  ρευματκά....
 Όμως κυρ΄δημοσιουγράφε μην το γράψεις αυτό γιατί και σε αυτό το γιατρικό πουχα, θα μας βάλνε νέο φόρο, και από τον φόρο τάφου, θάχουμε και φόρου «τάφου μετά θεραπείας ρευματσμών»........

Ο Τακούλας

1 σχόλιο:

  1. ΤΑΚΟΥΛΑ ΜΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ, ΩΡΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ ΚΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο